- τειχοδρόμος
- (tichodromus). Γένος πτηνών της οικογένειας των κερθιιδών, που αριθμεί διάφορα πουλιά της νότιας Ευρώπης, όλα ωδικά. Το γνωστότερο είναι ο τ. των τείχων (tichodromus muralis), που έχει μήκος περίπου 0,16 μ., είναι καστανόμαυρος στο κεφάλι και στη ράχη και μαύρος στο υπόλοιπο σώμα. Το πουλί αυτό ζει μόνο στα βουνά.
Dictionary of Greek. 2013.